- παρενιαυτοφόρα
- παρενιαυτοφόροςfruiting every other yearneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρενιαυτοφόρος — ον, Α αυτός που καρποφορεί κάθε δεύτερο έτος, ο «παραχρονιάτικος» («παρενιαυτοφόρα δὲ καὶ οὐκ ἐπετειοφόρα τῶν δένδρων... τὰ ξηρὰ καὶ ξυλώδη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνιαυτός «χρόνος, έτος» + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek